- φουκάλι
- και φοκάλι, το, Νβοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Hypericum crispum, τού γένους υπερικό, αλλ. σουμάκι ή γουθούρα, αγουθούρα και αγούθουρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… … Dictionary of Greek
φοκάλι — το, Ν βοτ. βλ. φουκάλι … Dictionary of Greek
φουκάλιασμα — το, Ν [φουκάλι] (κτην.) κοινή ονομασία νόσου κατοικίδιων ζώων, ιδίως τών προβάτων, προκαλούμενη από βρώση φουκαλιών … Dictionary of Greek